- πεντάλιρο
- τοβλ. πεντόλιρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντόλιρο — και πεντάλιρο, το νόμισμα αξίας πέντε λιρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντο / πεντα * + λίρα. Η λ. στον λόγιο τ. πεντόλιρον μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek